μαζούρκα

μαζούρκα
η
(λ. πολων.), λαϊκός πολωνικός χορός και η μουσική του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαζούρκα — (mazurka). Λαϊκός πολωνικός χορός, που εμφανίστηκε στις αρχές του 16ου αι. και του οποίου η ονομασία προήλθε από την περιοχή της Μαζουρίας (βλ. λ.). Λαμπερή, ζωηρή, αλλά με μέτρια ρυθμική αγωγή, η μ. έχει τριμερή ρυθμό, που τονίζεται στον δεύτερο …   Dictionary of Greek

  • Рицос, Яннис — Яннис Рицос Γιάννης Ρίτσος …   Википедия

  • Νεβέροφ, Αλεξάντρ Σεργκέγιεβιτς — (Alexandr Sergeyevich Neverov, Πονιζόφκα, Σαμάρα 1886 – Μόσχα 1923). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ρώσου συγγραφέα Αλεξάντρ Σεργκεγιεβιτς Σκομπέλεφ. Αυτοδίδακτος, ξεκίνησε ως διηγηματογράφος το 1905· κατόπιν εργάστηκε ως δάσκαλος σε αγροτικά σχολεία …   Dictionary of Greek

  • Νέγκρι, Πόλα — (Pola Negri, Πρωσία 1894 Τέξας 1987). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γερμανίδας ηθοποιού Μπάρμπαρα Απολόνια Σάλουπιεκ (Barbara Appolonia Chalupiec), που διακρίθηκε σε ταινίες του Χόλιγουντ κυρίως στην διάρκεια της δεκαετίας του 1920. Σπούδασε μπαλέτο …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • Ρίτσος, Γιάννης — (Μονεμβασία 1909 – 1990). Ποιητής. Φοίτησε στο δημοτικό της γενέτειράς του και τελείωσε το γυμνάσιο στο Γύθειο. Το 1926, έπειτα από σύντομη διαμονή στην Αθήνα, γύρισε στη Μονεμβασία. Λόγοι υγείας όμως τον ανάγκασαν να καταφύγει σε διάφορα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”